- ιπποκορυστής
- ἱπποκορυστής, ὁ (Α)1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.)3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -κορυσ-τής (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. χαλκο-κορυσ-τής. Η κατάλ. -τής που απαντά συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. χρησιμοποιήθηκε στα εν λόγω συνθ. πιθ. για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.